- κυμαίνοντος
- κῡμαίνοντος , κυμαίνωrise in wavespres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταντία — καταντία, ἡ (Α) [κατάντης] 1. το κρέμασμα προς τα κάτω 2. (ως επίρρ.) καταντίον* («πόντου καταντία κυμαίνοντος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ως ουσ. < κατ(α) * + ἀντία, θηλ. τού ἀντίος (< ἀντί). Ως επίρρ. πιθ. < φρ. κατ’ ἀντία, όπου ἀντία επίρρ. <… … Dictionary of Greek